- μετόχιν
- μετόχιν, τὸ (Μ)βλ. μετόχιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετόχιο — και μετόχι, το (ΑΜ μετόχιον, Μ και μετόχιν και μετόχι) κτήμα το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία μοναστηριού, βρίσκεται όμως έξω από την περιοχή του και διοικείται από εντεταλμένο μοναχό αντιπρόσωπο τής μονής, ενώ καλλιεργείται είτε από μοναχούς είτε … Dictionary of Greek